ακμή

ακμή
Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν οι έδρες μιας δίεδρης γωνίας. α. πολυέδρου. Το ευθύγραμμο κατά το οποίο τέμνονται δύο διαδοχικές έδρες πολυεδρικού γεωμετρικού σχήματος (π.χ. α. κύβου, α. πρίσματος κλπ.). (Ιατρ.) Τρεις διαφορετικές δερματικές παθήσεις: η κοινή, η νεκρωτική και η ροδόχρους. Η πρώτη είναι πολύμορφη δερματοπάθεια, που εμφανίζεται συνήθως στην εφηβική ηλικία, δηλαδή από την ηλικία των 12 ετών και υποχωρεί μετά το 25ο έτος. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η α. της εφηβικής ηλικίας πρέπει να θεωρείται φυσιολογική κατάσταση. Η α. αυτή εντοπίζεται κυρίως στο πρόσωπο, στη ράχη, στο στήθος και στους ώμους. Η νόσος αρχίζει με την απόφραξη των θυλάκων των τριχών από άθροισμα σμήγματος, οπότε δημιουργείται μικρό έπαρμα της επιδερμίδας που στην κορυφή του υπάρχει ένα μαύρο στίγμα. Η στοιχειώδης αυτή δερματική βλάβη ονομάζεται φαγέσωρας. Οι φαγέσωρες αυτοί δημιουργούν συχνά φλύκταινες (α. φλυκταινώδης). Άλλοτε πάλι σχηματίζουν σμηγματογόνους κύστεις που διαπυούνται (α. φλεγμονώδης). Η θεραπεία είναι και εξωτερική, δηλαδή τοπική, και εσωτερική. Η τοπική θεραπεία γίνεται με αντισηπτικά διαλύματα και γαλακτώματα και με θειούχα παρασκευάσματα. Εσωτερικά χορηγούνται βιταμίνες Α, του συμπλέγματος Β και C, και χημειοθεραπευτικά όταν υπάρχουν δευτερογενείς μολύνσεις. Η νεκρωτική α. είναι μια σπάνια δερματοπάθεια που οφείλεται σε μόλυνση από σταφυλόκοκκο. Προσβάλλει τους άντρες σε νεαρή ηλικία.Οι βλάβες εντοπίζονται συμμετρικά στο μέτωπο και τους κροτάφους. Η θεραπευτική αγωγή είναι όμοια με αυτήν της κοινής α. Τέλος η ροδόχρους α. προσβάλλει κυρίως τις γυναίκες που βρίσκονται στην κλιμακτήριο ηλικία. Η νόσος εκδηλώνεται με μορφή υπεραιμικών πλακών που εντοπίζονται στα μάγουλα και στη μύτη. Η νόσος μπορεί να προσβάλει και τον κερατοειδή χιτώνα. (Φυσ.) α. απορρόφησης. Η απότομη μεταβολή του συντελεστή απορρόφησης των ακτίνων Χ. Η μεταβολή αυτή εμφανίζεται στις καμπύλες που παριστάνουν, σε λογαριθμική κλίμακα, τις μεταβολές του συντελεστή απορρόφησης σε συνάρτηση με το μήκος κύματος των ακτίνωνΧ, σαν μια απότομη πτώση στην περιοχή των μικρών μηκών κύματος των ακτίνων αυτών και συγκεκριμένα στις φασματικές περιοχές όπου γίνεται η εκπομπή -Κ ή L ή Μ.
* * *
η (Α ἀκμή)
1. το οξύ, το κοφτερό μέρος μεταλλικού όπλου ή οργάνου
«ακμή τού ξυραφιού», «ἀκμὴ φασγάνου» (Πίνδ. Πυθ. 9, 81)
2. το κρισιμότερο σημείο, η αποφασιστική καμπή μιας υποθέσεως
«ἐπὶ ξυροῡ ἀκμῆς» — στην κόψη τού ξυραφιού (πρβλ. Όμ. Κ 173), «ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῑν» (ΠΔ Μακκ. 2, 1, 7)
3. η κατάλληλη περίσταση
«οὐκέτ' ὀκνεῑν καιρός, ἀλλ' ἔργων ἀκμὴ» (Σοφ. Ηλ. 22)
4. η πλήρης εξέλιξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας καταστάσεως
«βρίσκεται στην ακμή τής δραστηριότητας»
αρχ.
«ἀκμὴ ἥβης» (Σοφ. Οιδ. Τύρ. 745), «ἀκμὴ ἦρος» (Πίνδ. Πυθ. 4, 64), «ἀκμὴ σώματός τε καὶ φρονήσεως» (Πλάτ. Πολιτ. 461 a)
5. τα εξανθήματα τού προσώπου που εμφανίζονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία
«ακμή νεανική» (πρβλ. Κάσσιο Ιατροσοφιστή, 155.37)
αρχ.
δύναμη, ζωηρότητα τού ύφους (Ερμογ. Ρήτωρ, 249.2 a).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ακμή ξεκινώντας από την αρχική, βασική έννοια «τής αιχμής, τής κόψης» έφτασε με διάφορες σημασιολογικές εξελίξεις να σημάνει «το ακρότατο σημείο (μιας ενεργείας)», άρα «το ύψιστο και κρίσιμο σημείο», από όπου η σημ. «κρίσιμη, κατάλληλη, ευνοϊκή στιγμή, περίσταση», καθώς και την «ακρότατη, πλήρη εξέλιξη», άρα «το σφρίγος, τη ζωτικότητα». Η αιτ. ἀκμὴν (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά για να δηλώσει το «μόλις, τώρα δα, ακόμη». Ο τ. ἀκμήν, με ανάπτυξη τού φωνήεντος ο από επίδραση τών επιρρηματικών τύπων τότε, πότε κ.τ.ό., εξελίχθηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους σε ἀκομὴν > ἀκομή, από όπου το σημερινό ακόμη* και, με την επιρρ. κατάλ. -α, ακόμα. Η λ. ἀκμὴ (< ἀκ-μᾱ) ετυμολογικά ανάγεται στην πολύ παραγωγική ρίζα *ακ- που σήμαινε τον «οξύ, αιχμηρό, κοφτερό» (πρβλ. ἄκ-ρος, ἀκ-ή, ἄκ-ων, ἀκ-ὶς κ.ά.).
ΠΑΡ. ακμάζω, ακμαίας
αρχ.
ἀκμηνός.
ΣΥΝΘ. παρακμή, απακμή. Βλ. και λήμμα ακ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ακμή —         (akme) (греч.) вершина, расцвет. Высшая степень чего либо. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἀκμή — point fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακμή — η 1. το κοφτερό μέρος ενός πράγματος που κόβει ή χαράζει, η κόψη: Η ακμή του μαχαιριού χρειάζεται ακόνισμα. 2. το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη: Η μεγάλη ακμή της επιστήμης αρχίζει από το 19ο αιώνα. 3. (μαθημ.), η γραμμή της τομής δύο επιφανειών. 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκμῇ — ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκμή point fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμῆι — ἀκμῇ , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκμῇ , ἀκμάζω to be in full bloom fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκμῇ , ἀκμή point fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμήν — ἀκμή point indeclform (adverb) ἀκμή point fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαῖς — ἀκμή point fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαῖσι — ἀκμή point fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαῖσιν — ἀκμή point fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκμαί — ἀκμή point fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”